- μέρεσι
- μέροςshareneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
BELLI indicendi ac gerendi ritus — Romani, ut inquit Varro bella et tarde, et nullâ licentiâ suscipiebant, et quod bellum nullum nisi pium putabant geri oportere, prinsquam indicerent bellum iis, a quibus iniurias factas seiebant, Faeciales legatos res repetitum mittebant quatuor … Hofmann J. Lexicon universale
CHALNE vel CHALANE — CHALNE, vel CHALANE civitas quam aedificavit Assur. Gen. c. 10. v. 12. De qua sic Bochart. in Phaleg. l. 1. c. 8. Una, inquit, e 4. urbibus, quas in terra Sinhar condidit Nimrod, Chalne dicitur, vel Chalane. Gen. c. 10. v. 10. I. e. Ctesiphon,… … Hofmann J. Lexicon universale
TYRO — I. TYRO aliis Tiro, Graece νέος ςτρατιώτης, πρωτόπειρος, novus miles, an a τείρομαι, etiam de Adolescentibu, ad forensia studia se praeparantibus, apud Plinium et Quintilianum reperitur Instit. Orat. l. 12. c. 6. Erat autem apud Romanos Tyrocinii … Hofmann J. Lexicon universale
ηγεμόνας — ο, θηλ. ηγεμονίδα (AM ἡγεμών, θηλ. ἡγεμονίς και ποιητ. τ. ἡγεμονηΐς, Α δωρ. τ. ἁγεμών, αιολ. τ. ἀγίμων, θηλ. και ἡγεμών και ἡγεμόνισσα και ἡγεμόνη, δωρ. ἁγεμόνη) [ηγούμαι] 1. αυτός που ηγείται, ο ηγέτης, ο επικεφαλής 2. άρχων μιας χώρας, μονάρχης … Dictionary of Greek
λογικός — ή, ό (AM λογικός, ή, όν [λόγος] 1. αυτός που έχει ορθό λόγο, σωστή κρίση, ορθή σκέψη, αυτός που σκέπτεται, μιλά ή ενεργεί ορθά (α. «λογικό ον» β. «ο πατέρας μου είναι λογικός άνθρωπος») 2. ο έλλογος, αυτός που ενέχει λογική, που γίνεται σύμφωνα… … Dictionary of Greek
περίμηρος — ον, Α αυτός που βρίσκεται γύρω από τον μηρό («τοῑς περιμήροις τοῡ σώματος μέρεσι», Κύριλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μηρός] … Dictionary of Greek
συμφθίνω — Α [φθίνω] φθίνω συγχρόνως («συμφθίνει γὰρ [τὰ ὀστᾱ] τῷ σώματι καὶ τοῑς μέρεσι», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
συνεπιγράφω — Α [ἐπιγράφω] 1. καταγράφω κάτι μαζί ή συγχρόνως με κάποιον άλλο 2. αναγράφω κάποιον ως αίτιο μαζί ή συγχρόνως με κάποιον άλλο («ὅθεν οἱ μεγάλοι καὶ δαίμονα καὶ τύχην τοῑς κατορθώμασι συνεπιγράφουσιν», Πλούτ.) 3. μέσ. συνεπιγράφομαι επιδοκιμάζω,… … Dictionary of Greek
συνισχναίνω — Α 1. μαζί με κάποιον άλλο συντελώ στην περιστολή, λιγοστεύω κάτι από κοινού με άλλον («ἀλλ ὁ νόμος αὐτὰ τῷ χρόνῳ συνισχνανεῑ», Ευρ.) 2. παθ. συνισχναίνομαι α) συστέλλομαι, ξηραίνομαι («αἱ φλέβες κακοῡνται καὶ μέρος τι συνισχναίνονται», Ιπποκρ.)… … Dictionary of Greek
ДОБРОДЕТЕЛЬ — фундаментальная философско богословская категория, обозначающая ценностно значимый аспект духовно нравственного совершенства человека. Слово «Д.», появившееся, вероятно, как калька с греч. термина καλοποιΐα (Lexikon zur Byzantinischen Gräzität /… … Православная энциклопедия